Τελικά ποιος ήταν ο Σπύρος Μπίκος;

Αναδημοσίευση από το φυλλάδιο που εξέδιδε ο ΣΟΗ την περίοδο 1994-1995

Η σκέψη για ένα αφιέρωμα στον ιδρυτή τον συλλόγου Σπύρο Μπίκο τριγυρνούσε στο μυαλό μου από την πρώτη στιγμή που εκδόθηκε αυτό το φυλλάδιο. Ο φόβος όμως μιας ανούσιας υμνολογίας, τα κενά λόγια και οι φτηνοί εξωραϊσμοί που συνήθως χαρακτηρίζουν ανάλογα αφιερώματα ήταν η τροχοπέδη που χρειάσθηκε δύο τεύχη για να ξεπερασθεί.

Ο Σπύρος Μπίκος στο εντευκτήριο του ΣΟΗ, στην οδό Λευκάδος, κάπου στη δεκαετία του ’60

Προσπαθώντας λοιπόν να παρακάμψω την παραμορφωτική προοπτική, που η αγάπη για ένα κοντινό σου πρόσωπο αναπόφευκτα επιφέρει θα ξεκινήσω κάπως ανάποδα. Ο κυρ- Σπύρος ήταν ξεροκέφαλος. Διαμόρφωνε θέσεις κι απόψεις θεμελιωμένες γερά στη λογική ενός φοβισμένου συντηρητισμού και στη συνέχεια ήταν σχεδόν αδύνατο να μεταπεισθεί ακόμα και από τα πιο οφθαλμοφανή επιχειρήματα. Παράδειγμα οι παράξενες και ατέρμονες διαμάχες τον με τον Νίκο Περιφάνη και τον Νίκο Γαβριλάκη για μεταγραφικά θέματα (σε μια εποχή που ο ρομαντισμός και ερασιτεχνισμός στο σκάκι παραχωρούσε τη θέση του σε ένα εκκολαπτόμενο επαγγελματισμό αρνιόταν να δεχθεί τα μηνύματα των καιρών και να συγκατατεθεί σε μεταγραφές). Ζούσε σ’ ένα παράξενο σύμπαν που είχε τους δικούς του νόμους και κανόνες. Ήταν ένα σύμπαν παγωμένο από μια απέραντη μοναξιά και εγκατάλειψη.

Ο Σπύρος Μπίκος, στο κέντρο της φωτογραφίας, πρώτος από αριστερά, δίπλα στον Κώστα Χατζιώτη, πρωταθλητή Ελλάδας και στον γκρανμετρ Ο Κέλλυ σε εκδήλωση σιμουλτανέ

Πολλές φορές η ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία ξεχείλιζε σε ατέλειωτες και μόνιμα επαναλαμβανόμενες τηλεφωνικές συνομιλίες (το κύριο βάρος των οποίων αντιμετώπιζαν ο Νίκος Παπανδρέου, ο Κώστας Κολοτούρος κι ο αφηγητής). Η ολοκληρωτική συγκέντρωση αρμοδιοτήτων στα χέρια του από την άλλη πλευρά τον οδηγούσε σε μια παράλογη υποχονδριότητα σε θέματα απλά όσο για παράδειγμα η σφραγίδα του σωματείου (για να αποφεύγει την φθορά της στρογγυλής σφραγίδας του σωματείου μου είχε παραχωρήσει μετά από πολλούς αγώνες ένα αντίγραφό της για τις διοικητικές ανάγκες). Ήταν μάλλον αρκετά μαζέτας, παρά την πεποίθηση τον κόσμου της Ηλιούπολης (η χαρακτηριστική φιγούρα του είχε δημιουργήσει ένα μύθο για ένα πανίσχυρο ανάπηρο σκακιστή που κυκλοφορούσε σε κάθε γωνιά της πόλης μας). Όταν με δέος πρωτόπαιξα μαζί του κάπου στις αρχές της σκακιστικής μου πορείας ένοιωσα φοβερή έκπληξη κερδίζοντας με μεγάλη άνεση παρότι η επαφή μου με το σκάκι είχε ζωή λίγων μηνών. Πολύ λίγες φορές από τότε βρεθήκαμε αντίπαλοι στη σκακιέρα κι έτσι μοναδική μου ανάμνηση από τις παρτίδες μας μένουν κάποιοι σχηματισμοί που αγαπούσε (…ε5,δ6,Ιδ7).

Φιλική παρτίδα του Σπύρου Μπίκου με τον Πρόεδρο της ΕΣΘ

Είχε ο κυρ – Σπύρος όλα εκείνα τα ελαττώματα που ο χρόνος χαρίζει σε όλους μας. Είχε όμως κι εκείνα τα χαρίσματα που η φύση ζηλότυπα φυλάει για πολύ λίγα παιδιά της. Οι φίλοι μας που χάνονται αφήνουν εικόνες, ήχους και μυρωδιές. Οι εικόνες ξεθωριάζουν, παραμορφώνονται και μεταλλάσσονται. Οι ήχοι σβήνουν και χάνονται και οι μυρωδιές αλλοιώνονται και δεν αναγνωρίζονται. Η θύμηση που νοιώθει να χάνει το παιχνίδι στο πέρασμα του χρόνου φτιάχνει καινούργια είδωλα, τα ντύνει με πανέμορφες μουσικές και θεσπέσια αρώματα. Η μυθολογία αυτών που φεύγουν δημιουργείται.

Από τραπέζι (!) στο εντευκτήριο του συλλόγου στην οδό Λευκάδος. Στο βάθος αριστερά ο Σπύρος Μπίκος

Τι έχει μείνει πιά από τον Σπύρο Μπίκο; Στα νέα παιδιά που έρχονται στο Σύλλογο μια καρικατούρα του από τον Μαοτιχιάδη και το κύπελλο που φέρει το όνομά του. Στους φίλους και συγγενείς του, φωτογραφίες και αναμνήσεις που μάταια προσπαθούν να επιβιώσουν σε μια εποχή ανηλεούς βομβαρδισμού από άλλους ήχους και άλλες εικόνες. Βιβλία και περιοδικά που σκονίζονται σε ξεχασμένα ράφια και συρτάρια περιμένοντας το χέρι που θα τα ξαναζωντανέψει. Σε μένα μένει το αιώνιο πικρό χαμόγελό του και το αεικίνητο βλέμμα του που θαρρείς πως ήθελε να εξορκίσει την ακινησία του κορμιού του.

Από αριστερά Γιώργος Μακρόπουλος (ΣΟΗ), Τάκης Παναγόπουλος (ΣΟΗ), Κώστας Χαρβάτης (Πρόεδρος ΕΣΟ), Τάσος Αναστασόπουλος, Λάζαρος Βυζαντιάδης (ΣΟΗ) και Σπύρος Μπίκος (Πρόεδρος ΣΟΗ). Όλοι πλην των Χαρβάτη και Μπίκου διετέλεσαν πρωταθλητές Ελλάδας

Δε θέλω να μιλήσω για προβλήματα και εκδόσεις, ούτε για τη συνεισφορά του στο Ελληνικό σκάκι. Ο δικός μου κυρ – Σπύρος είναι εκείνος ο αθεράπευτα έφηβος που αρνιόταν να γίνει ότι όλοι εκείνοι, οι υγιείς συμπολίτες του, είχαν από πολύ καιρό πριν ήδη γίνει. Σε μια ηλικία που όλοι χάνονται στον ωκεανό της τηλεόρασης και την ομίχλη της αδιαφορίας εκείνος σχεδίαζε ένα μέλλον που θα διαρκούσε αιώνες. Συγκέντρωνε κάθε λογής χαρτί που κατά τη γνώμη του είναι απαραίτητο σε απίστευτες ποσότητες (τα βιβλία ταμείου και πρακτικών επαρκούν για τρεις τουλάχιστον γενιές ακόμη).

Σπύρος Μπίκος, Ηλίας Αδαμίδης, Νίκος Παπανδρέου, Ελπίδα Φιορεντίνου, Χρήστος Δουδωνής. Στο σπίτι του κυρ-Σπύρου

Μέχρι τα τελευταία του ενδιαφερόταν με πάθος παιδιού για κάθε τι καινούργιο και πρωτόγνωρο για την ευρυμάθειά του. θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι με μεγάλη επιμέλεια συγκέντρωνε τα τεύχη του ’Ανεξήγητου’!!, τα οποία και έδενε κάθε λίγους μήνες. Οι σχέσεις του με την τηλεόραση ήταν μάλλον εχθρικές με εξαίρεση μόνο κάποιες αθλητικές εκπομπές (βλέπε Ολυμπιακός). Το παράδοξο ήταν ότι και η μουσική δεν του προκαλούσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον κι έτσι ο κόσμος του ήταν βυθισμένος σε μια ατέλειωτη σιωπή, που έσπαζε μόνον ο ήχος του τηλεφώνου ή τα νιαουρίσματα από τις γάτες του. Ποτέ δεν αισθάνθηκε τη διάθεση να κρύψει την αναπηρία του. Αντί να κλεισθεί στους τοίχους του σπιτιού οχυρωμένος από τα βλέμματα περιέργειας και λύπησης κυκλοφορούσε άνετα στα πιο απίθανα μέρη. Οι εκτός έδρας αγώνες της ομάδας ήταν η καλύτερή του γιορτή, μια γιορτή στην οποία συμμετείχε από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή. Τραίνα, αυτοκίνητα, αεροπλάνα, καφετέριες, εστιατόρια ήταν χώροι απόλυτα συνηθισμένοι στη ζωή του. Ήταν οι στιγμές εκείνες που το πρόσωπό του ακτινοβολούσε χαρά και το μπαστούνι του γινόταν επιδέξιος εκφραστής των συναισθημάτων του (η πλάτη του Νίκου του Παπανδρέου κάτι παραπάνω θα θυμάται).

Τι άλλο άραγε έχει μείνει στη μνήμη μου από τον κυρ-Σπύρο. Η μυρωδιά του χαρτιού και των παλιοκαιρισμένων βιβλίων ανακατεμένη με υγρασία και γάτες στο σπίτι του της οδού Μπίκου. Ένα σπίτι πνιγμένο μέσα σε ένα απεριποίητο κήπο, με την πόρτα του μόνιμα κλειδωμένη και τη ’μυστική’ διάβαση (άλμα πάνω από το χαμηλότερο σημείο του φράκτη) πάντα γνωστή στους φίλους. Κι έπειτα το παράξενα υποβλητικό παλιό αρχοντικό με το τρίξιμο των ξύλινων πατωμάτων και τους χαμηλούς φωτισμούς. Κάπου στο βάθος έβρισκες τον Σπύρο Μπίκο στο υπνοδωμάτιό του που ήταν και τόπος εργασίας μα και πραγματικός λαβύρινθος για τον αμύητο. Κι αυτό γιατί με εξαίρεση το κρεββάτι που κατελάμβανε μια μικρή γωνιά, ο υπόλοιπος όγκος – ναι, όγκος και όχι χώρος -του δωματίου ήταν ένα βουνό από χαρτιά. Μετά την πρώτη έκπληξη, ο προσεκτικός παρατηρητής θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι κάτω από την άμορφη μάζα των χαρτιών, ένα τραπέζι και ακαθόριστος αριθμός από καρέκλες βρισκόντουσαν. Ο αιφνιδιασμός όμως του πρωτάρη έφθανε στην κορύφωσή του παρατηρώντας τον απειροελάχιστο χρόνο που ο κυρ -Σπύρος χρειαζόταν για να ανακαλύψει οτιδήποτε του ήταν χρήσιμο.

Τι άλλο άραγε μένει από τον κυρ-Σπύρο; Η ατέλειωτη νύχτα που πέρασε πεσμένος κι ακινητοποιημένος δίπλα στο κρεββάτι του ανήμπορος να ζητήσει βοήθεια, οι εφτά όροφοι με τα πόδια στον Πειραϊκό και το βουρκωμένο χαμόγελό του στην κόλαση του γηροκομείου. Μένει εκείνο το απέραντο πείσμα του για ζωή κι η δύναμή του να ξεπεράσει την άδικη μοίρα του. Δεν ήταν μαζέτας ο κυρ-Σπύρος… Όσο κι αν προσπάθησα στην αρχή αυτού του άρθρου να εξορκίσω την παραμόρφωση της αγάπης, φαίνεται πως το παιχνίδι είναι οριστικά χαμένο. Οι μνήμες του έχουν πάρει φαίνεται κάτι από το χαμόγελό του κι αρνιούνται να χαθούν στη λήθη. Γυρίζουν σε εκείνο το απομεσήμερο του 1977, όταν επιστρέφαμε οι δυο μας στην αίθουσα των αγώνων για τη συνέχιση μιας παρτίδας μου με τον Κώστα Αντωνιάδη (εκείνες τις παράξενες εποχές μετά το τετράωρο επακολουθούσε διάλειμμα για φαγητό και ανάλυση και συνέχιση της παρτίδας). Μετά από άγρια μάχη και αφού η θέση μου ήταν καταδικασμένη επί σειρά κινήσεων, η απειρία του αντιπάλου μου οδηγούσε σε μια φορσέ (όπως έδειξε η ανάλυση) διάσωση μέσω ενός φινάλε ανόμοιων αξιωματικών όπου θα είχα ένα πιόνι λιγότερο. Ανηφορίζοντας την Κόνωνος είπα στον κυρ-Σπύρο ότι με τις πρώτες κιόλας κινήσεις η ισοπαλία θα ήταν προφανής και θα υπογράφαμε τα παρτιδόφυλλα. Κοντοστάθηκε και με μια πονηρή έκφραση μου είπε: -Δε συνεχίζεις μήπως τον κερδίσεις κιόλας;

Σπύρος Μπίκος, Ελπίδα Φιορεντίνου, Λουκάς Ζαχείλας, Χρήστος Δουδωνής και Ηλίας Αδαμίδης. Η φωτογραφία πάλι από το σπίτι της οδού Μπίκου.

Αυτό το πάθος για ζωή που ξεχείλιζε από κάθε του κύτταρο ήταν ο Σπύρος Μπίκος. Το σκάκι ήταν η σανίδα πάνω στην οποία γαντζώθηκε για να επιζήσει. Δεν του έφθανε μόνο αυτό. Η ζωντάνια που ασφυκτιούσε μέσα σε ένα κατεστραμμένο κορμί ξεπέρασε τρικυμίες και καταιγίδες. Η σανίδα έγινε ένα όμορφο καράβι που το ταξίδεψε με κάθε καιρό μέχρι τα πέρατα της φαντασίας του. Τι νόημα άλλωστε θα είχε να το αράξει σε κάποιο λιμάνι;

Λουκάς Ζαχείλας, Απρίλιος 1994


Σχόλια

Σχολιάστε